Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκασμός
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκατοφόροι
Σκάτων
Σκαῦρος
σκαῦρος
σκαφεία
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκαφή
σκάφη
σκαφητός
σκαφηφορέω
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
View word page
σκαφεύς
a digger, delver, ditcher
ShortDef
a digger, delver, ditcher
Debugging
Headword:
σκαφεύς
Headword (normalized):
σκαφεύς
Headword (normalized/stripped):
σκαφευς
IDX:
80043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80044
Key:
Data
{'content': 'a digger, delver, ditcher'}