Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκάρος
σκασμός
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκατοφόροι
Σκάτων
Σκαῦρος
σκαῦρος
σκαφεία
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκαφή
σκάφη
σκαφητός
σκαφηφορέω
σκαφιά
σκαφίδιον
View word page
σκαφετός
hoeing
ShortDef
hoeing
Debugging
Headword:
σκαφετός
Headword (normalized):
σκαφετός
Headword (normalized/stripped):
σκαφετος
IDX:
80042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80043
Key:
Data
{'content': 'hoeing'}