Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαριφησμός
σκάρος
σκασμός
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκατοφόροι
Σκάτων
Σκαῦρος
σκαῦρος
σκαφεία
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκαφή
σκάφη
σκαφητός
σκαφηφορέω
σκαφιά
View word page
σκαφεῖον
spade, hoe, mattock

ShortDef

spade, hoe, mattock

Debugging

Headword:
σκαφεῖον
Headword (normalized):
σκαφεῖον
Headword (normalized/stripped):
σκαφειον
IDX:
80041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80042
Key:

Data

{'content': 'spade, hoe, mattock'}