Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαρίζω
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάρος
σκασμός
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκατοφόροι
Σκάτων
Σκαῦρος
σκαῦρος
σκαφεία
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκαφή
View word page
Σκάτων
Scato

ShortDef

Scato

Debugging

Headword:
Σκάτων
Headword (normalized):
σκάτων
Headword (normalized/stripped):
σκατων
IDX:
80037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80038
Key:

Data

{'content': 'Scato'}