Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκαρθμός
σκαρίζω
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάρος
σκασμός
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκατοφόροι
Σκάτων
Σκαῦρος
σκαῦρος
σκαφεία
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
View word page
σκατοφόροι
dung-carriers
ShortDef
dung-carriers
Debugging
Headword:
σκατοφόροι
Headword (normalized):
σκατοφόροι
Headword (normalized/stripped):
σκατοφοροι
IDX:
80036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80037
Key:
Data
{'content': 'dung-carriers'}