Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σκάρδων
σκαρθμός
σκαρίζω
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάρος
σκασμός
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκατοφόροι
Σκάτων
Σκαῦρος
σκαῦρος
σκαφεία
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
View word page
σκατοφάγος
eating dung or dirt

ShortDef

eating dung or dirt

Debugging

Headword:
σκατοφάγος
Headword (normalized):
σκατοφάγος
Headword (normalized/stripped):
σκατοφαγος
IDX:
80035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80036
Key:

Data

{'content': 'eating dung or dirt'}