Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σκάρδος
Σκάρδων
σκαρθμός
σκαρίζω
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάρος
σκασμός
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκατοφόροι
Σκάτων
Σκαῦρος
σκαῦρος
σκαφεία
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
View word page
σκατοφαγέω
eat dung
ShortDef
eat dung
Debugging
Headword:
σκατοφαγέω
Headword (normalized):
σκατοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
σκατοφαγεω
IDX:
80034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80035
Key:
Data
{'content': 'eat dung'}