Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαρδαμύσσω
Σκάρδος
Σκάρδων
σκαρθμός
σκαρίζω
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάρος
σκασμός
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκατοφόροι
Σκάτων
Σκαῦρος
σκαῦρος
σκαφεία
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
View word page
σκασμός
limping, halting

ShortDef

limping, halting

Debugging

Headword:
σκασμός
Headword (normalized):
σκασμός
Headword (normalized/stripped):
σκασμος
IDX:
80033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80034
Key:

Data

{'content': 'limping, halting'}