Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
Σκάρδος
Σκάρδων
σκαρθμός
σκαρίζω
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάρος
σκασμός
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκατοφόροι
Σκάτων
Σκαῦρος
σκαῦρος
σκαφεία
σκαφεῖον
σκαφετός
View word page
σκάρος
parrot-wrasse, Scarus cretensis

ShortDef

parrot-wrasse, Scarus cretensis

Debugging

Headword:
σκάρος
Headword (normalized):
σκάρος
Headword (normalized/stripped):
σκαρος
IDX:
80032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80033
Key:

Data

{'content': 'parrot-wrasse, Scarus cretensis'}