Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
Σκάρδος
Σκάρδων
σκαρθμός
σκαρίζω
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάρος
σκασμός
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκατοφόροι
Σκάτων
Σκαῦρος
σκαῦρος
σκαφεία
σκαφεῖον
View word page
σκαριφησμός
a scratching up

ShortDef

a scratching up

Debugging

Headword:
σκαριφησμός
Headword (normalized):
σκαριφησμός
Headword (normalized/stripped):
σκαριφησμος
IDX:
80031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80032
Key:

Data

{'content': 'a scratching up'}