Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
Σκάρδος
Σκάρδων
σκαρθμός
σκαρίζω
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάρος
σκασμός
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκατοφόροι
Σκάτων
Σκαῦρος
σκαῦρος
σκαφεία
View word page
σκαριφάομαι
scratch an outline, sketch lightly
ShortDef
scratch an outline, sketch lightly
Debugging
Headword:
σκαριφάομαι
Headword (normalized):
σκαριφάομαι
Headword (normalized/stripped):
σκαριφαομαι
IDX:
80030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80031
Key:
Data
{'content': 'scratch an outline, sketch lightly'}