Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
Σκάρδος
Σκάρδων
σκαρθμός
σκαρίζω
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάρος
σκασμός
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκατοφόροι
Σκάτων
Σκαῦρος
View word page
σκαρισμός
jumping, palpitation

ShortDef

jumping, palpitation

Debugging

Headword:
σκαρισμός
Headword (normalized):
σκαρισμός
Headword (normalized/stripped):
σκαρισμος
IDX:
80028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80029
Key:

Data

{'content': 'jumping, palpitation'}