Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σκαπτησύλη
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
Σκάρδος
Σκάρδων
σκαρθμός
σκαρίζω
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάρος
σκασμός
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκατοφόροι
Σκάτων
View word page
σκαρίζω
jump, throb, palpitate

ShortDef

jump, throb, palpitate

Debugging

Headword:
σκαρίζω
Headword (normalized):
σκαρίζω
Headword (normalized/stripped):
σκαριζω
IDX:
80027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80028
Key:

Data

{'content': 'jump, throb, palpitate'}