Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαπτήρ
Σκαπτησύλη
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
Σκάρδος
Σκάρδων
σκαρθμός
σκαρίζω
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάρος
σκασμός
σκατοφαγέω
σκατοφάγος
σκατοφόροι
View word page
σκαρθμός
leaping, leap

ShortDef

leaping, leap

Debugging

Headword:
σκαρθμός
Headword (normalized):
σκαρθμός
Headword (normalized/stripped):
σκαρθμος
IDX:
80026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80027
Key:

Data

{'content': 'leaping, leap'}