Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκάπετος
σκαπέτωσις
σκαπτέον
σκαπτήρ
Σκαπτησύλη
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
Σκάρδος
Σκάρδων
σκαρθμός
σκαρίζω
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάρος
σκασμός
View word page
σκαρδαμύσσω
to blink, wink

ShortDef

to blink, wink

Debugging

Headword:
σκαρδαμύσσω
Headword (normalized):
σκαρδαμύσσω
Headword (normalized/stripped):
σκαρδαμυσσω
IDX:
80023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80024
Key:

Data

{'content': 'to blink, wink'}