Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκαπέρδα
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκαπτέον
σκαπτήρ
Σκαπτησύλη
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
Σκάρδος
Σκάρδων
σκαρθμός
σκαρίζω
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάρος
View word page
σκαρδαμυκτικός
given to winking, blinking
ShortDef
given to winking, blinking
Debugging
Headword:
σκαρδαμυκτικός
Headword (normalized):
σκαρδαμυκτικός
Headword (normalized/stripped):
σκαρδαμυκτικος
IDX:
80022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80023
Key:
Data
{'content': 'given to winking, blinking'}