Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκανόω
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπέρδα
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκαπτέον
σκαπτήρ
Σκαπτησύλη
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
Σκάρδος
Σκάρδων
σκαρθμός
σκαρίζω
σκαρισμός
σκαρῖτις
View word page
σκάπτω
to dig, delve
ShortDef
to dig, delve
Debugging
Headword:
σκάπτω
Headword (normalized):
σκάπτω
Headword (normalized/stripped):
σκαπτω
IDX:
80019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80020
Key:
Data
{'content': 'to dig, delve'}