Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνομβρήεις
ἀνομβρία
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομήλικος
ἀνόμημα
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμιστος
ἀνόμιχλος
ἀνόμματος
ἀνομογένεια
ἀνομογενής
ἀνομοειδής
ἀνομόζηλος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοβαρής
ἀνομοιογενής
ἀνομοιογώνιος
ἀνομοιοειδής
ἀνομοιοκατάληκτος
View word page
ἀνόμματος
eyeless, sightless

ShortDef

eyeless, sightless

Debugging

Headword:
ἀνόμματος
Headword (normalized):
ἀνόμματος
Headword (normalized/stripped):
ανομματος
IDX:
8001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8002
Key:

Data

{'content': 'eyeless, sightless'}