Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνθος
σκανόω
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπέρδα
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκαπτέον
σκαπτήρ
Σκαπτησύλη
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
Σκάρδος
Σκάρδων
σκαρθμός
View word page
σκαπτήρ
a digger, delver
ShortDef
a digger, delver
Debugging
Headword:
σκαπτήρ
Headword (normalized):
σκαπτήρ
Headword (normalized/stripped):
σκαπτηρ
IDX:
80016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80017
Key:
Data
{'content': 'a digger, delver'}