Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκανδαλιστής
σκάνδαλον
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνθος
σκανόω
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπέρδα
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκαπτέον
σκαπτήρ
Σκαπτησύλη
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
View word page
σκάπετος
trench
ShortDef
trench
Debugging
Headword:
σκάπετος
Headword (normalized):
σκάπετος
Headword (normalized/stripped):
σκαπετος
IDX:
80013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80014
Key:
Data
{'content': 'trench'}