Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλον
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνθος
σκανόω
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπέρδα
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκαπτέον
σκαπτήρ
Σκαπτησύλη
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτής
View word page
σκαπάνη
a digging tool, mattock

ShortDef

a digging tool, mattock

Debugging

Headword:
σκαπάνη
Headword (normalized):
σκαπάνη
Headword (normalized/stripped):
σκαπανη
IDX:
80011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80012
Key:

Data

{'content': 'a digging tool, mattock'}