Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκανδαλάριος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλον
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνθος
σκανόω
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπέρδα
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκαπτέον
σκαπτήρ
Σκαπτησύλη
σκαπτός
σκάπτω
σκαρδαμυγμός
View word page
σκαπανεύω
dig up
ShortDef
dig up
Debugging
Headword:
σκαπανεύω
Headword (normalized):
σκαπανεύω
Headword (normalized/stripped):
σκαπανευω
IDX:
80010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80011
Key:
Data
{'content': 'dig up'}