Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκάμνος
σκανδαλάριος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλον
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνθος
σκανόω
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπέρδα
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκαπτέον
σκαπτήρ
Σκαπτησύλη
σκαπτός
σκάπτω
View word page
σκανόω
make a tent
ShortDef
make a tent
Debugging
Headword:
σκανόω
Headword (normalized):
σκανόω
Headword (normalized/stripped):
σκανοω
IDX:
80009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80010
Key:
Data
{'content': 'make a tent'}