Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνομβρέω
ἀνομβρήεις
ἀνομβρία
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομήλικος
ἀνόμημα
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμιστος
ἀνόμιχλος
ἀνόμματος
ἀνομογένεια
ἀνομογενής
ἀνομοειδής
ἀνομόζηλος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοβαρής
ἀνομοιογενής
ἀνομοιογώνιος
ἀνομοιοειδής
View word page
ἀνόμιχλος
without mist

ShortDef

without mist

Debugging

Headword:
ἀνόμιχλος
Headword (normalized):
ἀνόμιχλος
Headword (normalized/stripped):
ανομιχλος
IDX:
8000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8001
Key:

Data

{'content': 'without mist'}