Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκανδαλάριος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλον
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνθος
σκανόω
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπέρδα
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκαπτέον
σκαπτήρ
Σκαπτησύλη
σκαπτός
View word page
σκάνθος
scanthos

ShortDef

scanthos

Debugging

Headword:
σκάνθος
Headword (normalized):
σκάνθος
Headword (normalized/stripped):
σκανθος
IDX:
80008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80009
Key:

Data

{'content': 'scanthos'}