Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκανδαλάριος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλον
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνθος
σκανόω
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπέρδα
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκαπτέον
σκαπτήρ
Σκαπτησύλη
View word page
σκάνδιξ
chervil

ShortDef

chervil

Debugging

Headword:
σκάνδιξ
Headword (normalized):
σκάνδιξ
Headword (normalized/stripped):
σκανδιξ
IDX:
80007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80008
Key:

Data

{'content': 'chervil'}