Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκάμμα
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκανδαλάριος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλον
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνθος
σκανόω
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπέρδα
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκαπτέον
σκαπτήρ
View word page
σκανδικώδης
like, of the nature of wild chervil

ShortDef

like, of the nature of wild chervil

Debugging

Headword:
σκανδικώδης
Headword (normalized):
σκανδικώδης
Headword (normalized/stripped):
σκανδικωδης
IDX:
80006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80007
Key:

Data

{'content': 'like, of the nature of wild chervil'}