Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαμβόω
σκάμμα
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκανδαλάριος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλον
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνθος
σκανόω
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπέρδα
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκαπτέον
View word page
σκανδικοπώλης
dealer in wild chervil

ShortDef

dealer in wild chervil

Debugging

Headword:
σκανδικοπώλης
Headword (normalized):
σκανδικοπώλης
Headword (normalized/stripped):
σκανδικοπωλης
IDX:
80005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80006
Key:

Data

{'content': 'dealer in wild chervil'}