Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκαμβός
σκαμβόω
σκάμμα
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκανδαλάριος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλον
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνθος
σκανόω
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπέρδα
σκάπετος
σκαπέτωσις
View word page
σκάνδαλον
a trap
ShortDef
a trap
Debugging
Headword:
σκάνδαλον
Headword (normalized):
σκάνδαλον
Headword (normalized/stripped):
σκανδαλον
IDX:
80004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80005
Key:
Data
{'content': 'a trap'}