Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβέλτερος
Ἀβεσσαῖος
ἀβίαστος
ἀβίβλης
ἄβιος
ἄβιος2
ἀβίοτος
ἀβιωτοποιός
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλαστέω
ἀβλάστητος
ἄβλαστος
ἄβλαυτος
ἀβλεμής
ἀβλεννής
ἀβλεπτέω
ἀβλέπτημα
ἀβλέφαρος
ἀβλεψία
View word page
ἀβλαβής
without harm
ShortDef
without harm
Debugging
Headword:
ἀβλαβής
Headword (normalized):
ἀβλαβής
Headword (normalized/stripped):
αβλαβης
IDX:
79
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80
Key:
Data
{'content': 'without harm'}