Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκάλοψ
σκάλσις
Σκαμάνδριος
σκαμάνδριος
Σκάμανδρος
σκαμβόπους
σκαμβός
σκαμβόω
σκάμμα
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκανδαλάριος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλον
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνθος
View word page
σκαμμωνίτης
prepared with
ShortDef
prepared with
Debugging
Headword:
σκαμμωνίτης
Headword (normalized):
σκαμμωνίτης
Headword (normalized/stripped):
σκαμμωνιτης
IDX:
79998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79999
Key:
Data
{'content': 'prepared with'}