Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαλοβάτης
σκαλοπιά
σκάλοψ
σκάλσις
Σκαμάνδριος
σκαμάνδριος
Σκάμανδρος
σκαμβόπους
σκαμβός
σκαμβόω
σκάμμα
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκανδαλάριος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλον
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
View word page
σκάμμα
that which has been dug, trench, pit

ShortDef

that which has been dug, trench, pit

Debugging

Headword:
σκάμμα
Headword (normalized):
σκάμμα
Headword (normalized/stripped):
σκαμμα
IDX:
79996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79997
Key:

Data

{'content': 'that which has been dug, trench, pit'}