Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαλμός
σκαλοβάτης
σκαλοπιά
σκάλοψ
σκάλσις
Σκαμάνδριος
σκαμάνδριος
Σκάμανδρος
σκαμβόπους
σκαμβός
σκαμβόω
σκάμμα
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκανδαλάριος
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλον
σκανδικοπώλης
View word page
σκαμβόω
twist

ShortDef

twist

Debugging

Headword:
σκαμβόω
Headword (normalized):
σκαμβόω
Headword (normalized/stripped):
σκαμβοω
IDX:
79995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79996
Key:

Data

{'content': 'twist'}