Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαλισμός
σκαλλίον
σκάλλω
σκάλμη
σκαλμός
σκαλοβάτης
σκαλοπιά
σκάλοψ
σκάλσις
Σκαμάνδριος
σκαμάνδριος
Σκάμανδρος
σκαμβόπους
σκαμβός
σκαμβόω
σκάμμα
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκανδαλάριος
σκανδάληθρον
View word page
σκαμάνδριος
Scamandrian

ShortDef

of the Scamander; (pr. n.) Astyanax; Scamandrius son of Strophios
Scamandrian

Debugging

Headword:
σκαμάνδριος
Headword (normalized):
σκαμάνδριος
Headword (normalized/stripped):
σκαμανδριος
IDX:
79991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79992
Key:

Data

{'content': 'Scamandrian'}