Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαλίζω
σκαλίς
σκαλισμός
σκαλλίον
σκάλλω
σκάλμη
σκαλμός
σκαλοβάτης
σκαλοπιά
σκάλοψ
σκάλσις
Σκαμάνδριος
σκαμάνδριος
Σκάμανδρος
σκαμβόπους
σκαμβός
σκαμβόω
σκάμμα
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
View word page
σκάλσις
hoeing, digging

ShortDef

hoeing, digging

Debugging

Headword:
σκάλσις
Headword (normalized):
σκάλσις
Headword (normalized/stripped):
σκαλσις
IDX:
79989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79990
Key:

Data

{'content': 'hoeing, digging'}