Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνομαλίζω
ἀνομάλωσις
ἀνομβρέω
ἀνομβρήεις
ἀνομβρία
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομήλικος
ἀνόμημα
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμιστος
ἀνόμιχλος
ἀνόμματος
ἀνομογένεια
ἀνομογενής
ἀνομοειδής
ἀνομόζηλος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοβαρής
ἀνομοιογενής
View word page
ἀνομίλητος
having no communion with others, unsociable

ShortDef

having no communion with others, unsociable

Debugging

Headword:
ἀνομίλητος
Headword (normalized):
ἀνομίλητος
Headword (normalized/stripped):
ανομιλητος
IDX:
7998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7999
Key:

Data

{'content': 'having no communion with others, unsociable'}