Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκαληνόομαι
σκαληνός
σκαλίας
σκαλιδεύω
σκαλίδρις
σκαλίζω
σκαλίς
σκαλισμός
σκαλλίον
σκάλλω
σκάλμη
σκαλμός
σκαλοβάτης
σκαλοπιά
σκάλοψ
σκάλσις
Σκαμάνδριος
σκαμάνδριος
Σκάμανδρος
σκαμβόπους
σκαμβός
View word page
σκάλμη
knife, sword
ShortDef
knife, sword
Debugging
Headword:
σκάλμη
Headword (normalized):
σκάλμη
Headword (normalized/stripped):
σκαλμη
IDX:
79984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79985
Key:
Data
{'content': 'knife, sword'}