Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαληνοειδής
σκαληνόομαι
σκαληνός
σκαλίας
σκαλιδεύω
σκαλίδρις
σκαλίζω
σκαλίς
σκαλισμός
σκαλλίον
σκάλλω
σκάλμη
σκαλμός
σκαλοβάτης
σκαλοπιά
σκάλοψ
σκάλσις
Σκαμάνδριος
σκαμάνδριος
Σκάμανδρος
σκαμβόπους
View word page
σκάλλω
to stir up, hoe

ShortDef

to stir up, hoe

Debugging

Headword:
σκάλλω
Headword (normalized):
σκάλλω
Headword (normalized/stripped):
σκαλλω
IDX:
79983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79984
Key:

Data

{'content': 'to stir up, hoe'}