Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκάλευσις
σκαλεύω
σκαληνία
σκαληνοειδής
σκαληνόομαι
σκαληνός
σκαλίας
σκαλιδεύω
σκαλίδρις
σκαλίζω
σκαλίς
σκαλισμός
σκαλλίον
σκάλλω
σκάλμη
σκαλμός
σκαλοβάτης
σκαλοπιά
σκάλοψ
σκάλσις
Σκαμάνδριος
View word page
σκαλίς
instrument for hoeing, hoe

ShortDef

instrument for hoeing, hoe

Debugging

Headword:
σκαλίς
Headword (normalized):
σκαλίς
Headword (normalized/stripped):
σκαλις
IDX:
79980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79981
Key:

Data

{'content': 'instrument for hoeing, hoe'}