Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκαλεύς
σκάλευσις
σκαλεύω
σκαληνία
σκαληνοειδής
σκαληνόομαι
σκαληνός
σκαλίας
σκαλιδεύω
σκαλίδρις
σκαλίζω
σκαλίς
σκαλισμός
σκαλλίον
σκάλλω
σκάλμη
σκαλμός
σκαλοβάτης
σκαλοπιά
σκάλοψ
σκάλσις
View word page
σκαλίζω
hoe
ShortDef
hoe
Debugging
Headword:
σκαλίζω
Headword (normalized):
σκαλίζω
Headword (normalized/stripped):
σκαλιζω
IDX:
79979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79980
Key:
Data
{'content': 'hoe'}