Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀνολυμπιάς
ἀνομαλίζω
ἀνομάλωσις
ἀνομβρέω
ἀνομβρήεις
ἀνομβρία
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομήλικος
ἀνόμημα
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμιστος
ἀνόμιχλος
ἀνόμματος
ἀνομογένεια
ἀνομογενής
ἀνομοειδής
ἀνομόζηλος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοβαρής
View word page
ἀνομία
lawlessness
ShortDef
lawlessness
Debugging
Headword:
ἀνομία
Headword (normalized):
ἀνομία
Headword (normalized/stripped):
ανομια
IDX:
7997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7998
Key:
Data
{'content': 'lawlessness'}