Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαλεία
σκάλευμα
σκαλεύς
σκάλευσις
σκαλεύω
σκαληνία
σκαληνοειδής
σκαληνόομαι
σκαληνός
σκαλίας
σκαλιδεύω
σκαλίδρις
σκαλίζω
σκαλίς
σκαλισμός
σκαλλίον
σκάλλω
σκάλμη
σκαλμός
σκαλοβάτης
σκαλοπιά
View word page
σκαλιδεύω
scalpo

ShortDef

scalpo

Debugging

Headword:
σκαλιδεύω
Headword (normalized):
σκαλιδεύω
Headword (normalized/stripped):
σκαλιδευω
IDX:
79977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79978
Key:

Data

{'content': 'scalpo'}