Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκάλαυθρον
σκαλεία
σκάλευμα
σκαλεύς
σκάλευσις
σκαλεύω
σκαληνία
σκαληνοειδής
σκαληνόομαι
σκαληνός
σκαλίας
σκαλιδεύω
σκαλίδρις
σκαλίζω
σκαλίς
σκαλισμός
σκαλλίον
σκάλλω
σκάλμη
σκαλμός
σκαλοβάτης
View word page
σκαλίας
found d' artichaut

ShortDef

found d' artichaut

Debugging

Headword:
σκαλίας
Headword (normalized):
σκαλίας
Headword (normalized/stripped):
σκαλιας
IDX:
79976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79977
Key:

Data

{'content': "found d' artichaut"}