Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκαλαθύρω
σκάλαυθρον
σκαλεία
σκάλευμα
σκαλεύς
σκάλευσις
σκαλεύω
σκαληνία
σκαληνοειδής
σκαληνόομαι
σκαληνός
σκαλίας
σκαλιδεύω
σκαλίδρις
σκαλίζω
σκαλίς
σκαλισμός
σκαλλίον
σκάλλω
σκάλμη
σκαλμός
View word page
σκαληνός
uneven, unequal
ShortDef
uneven, unequal
Debugging
Headword:
σκαληνός
Headword (normalized):
σκαληνός
Headword (normalized/stripped):
σκαληνος
IDX:
79975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79976
Key:
Data
{'content': 'uneven, unequal'}