Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαλαθυρμάτιον
σκαλαθύρω
σκάλαυθρον
σκαλεία
σκάλευμα
σκαλεύς
σκάλευσις
σκαλεύω
σκαληνία
σκαληνοειδής
σκαληνόομαι
σκαληνός
σκαλίας
σκαλιδεύω
σκαλίδρις
σκαλίζω
σκαλίς
σκαλισμός
σκαλλίον
σκάλλω
σκάλμη
View word page
σκαληνόομαι
have the conception

ShortDef

have the conception

Debugging

Headword:
σκαληνόομαι
Headword (normalized):
σκαληνόομαι
Headword (normalized/stripped):
σκαληνοομαι
IDX:
79974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79975
Key:

Data

{'content': 'have the conception'}