Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκάλα
σκαλάθυρμα
σκαλαθυρμάτιον
σκαλαθύρω
σκάλαυθρον
σκαλεία
σκάλευμα
σκαλεύς
σκάλευσις
σκαλεύω
σκαληνία
σκαληνοειδής
σκαληνόομαι
σκαληνός
σκαλίας
σκαλιδεύω
σκαλίδρις
σκαλίζω
σκαλίς
σκαλισμός
σκαλλίον
View word page
σκαληνία
unevenness

ShortDef

unevenness

Debugging

Headword:
σκαληνία
Headword (normalized):
σκαληνία
Headword (normalized/stripped):
σκαληνια
IDX:
79972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79973
Key:

Data

{'content': 'unevenness'}