Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαιώρημα
σκαιωρία
σκάλα
σκαλάθυρμα
σκαλαθυρμάτιον
σκαλαθύρω
σκάλαυθρον
σκαλεία
σκάλευμα
σκαλεύς
σκάλευσις
σκαλεύω
σκαληνία
σκαληνοειδής
σκαληνόομαι
σκαληνός
σκαλίας
σκαλιδεύω
σκαλίδρις
σκαλίζω
σκαλίς
View word page
σκάλευσις
poking, scratching up

ShortDef

poking, scratching up

Debugging

Headword:
σκάλευσις
Headword (normalized):
σκάλευσις
Headword (normalized/stripped):
σκαλευσις
IDX:
79970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79971
Key:

Data

{'content': 'poking, scratching up'}