Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκαιωρέω
σκαιώρημα
σκαιωρία
σκάλα
σκαλάθυρμα
σκαλαθυρμάτιον
σκαλαθύρω
σκάλαυθρον
σκαλεία
σκάλευμα
σκαλεύς
σκάλευσις
σκαλεύω
σκαληνία
σκαληνοειδής
σκαληνόομαι
σκαληνός
σκαλίας
σκαλιδεύω
σκαλίδρις
σκαλίζω
View word page
σκαλεύς
a hoer
ShortDef
a hoer
Debugging
Headword:
σκαλεύς
Headword (normalized):
σκαλεύς
Headword (normalized/stripped):
σκαλευς
IDX:
79969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79970
Key:
Data
{'content': 'a hoer'}