Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαίωμα
σκαιωρέω
σκαιώρημα
σκαιωρία
σκάλα
σκαλάθυρμα
σκαλαθυρμάτιον
σκαλαθύρω
σκάλαυθρον
σκαλεία
σκάλευμα
σκαλεύς
σκάλευσις
σκαλεύω
σκαληνία
σκαληνοειδής
σκαληνόομαι
σκαληνός
σκαλίας
σκαλιδεύω
σκαλίδρις
View word page
σκάλευμα
that which is hoed

ShortDef

that which is hoed

Debugging

Headword:
σκάλευμα
Headword (normalized):
σκάλευμα
Headword (normalized/stripped):
σκαλευμα
IDX:
79968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79969
Key:

Data

{'content': 'that which is hoed'}