Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιφλόω
σίφλωμα
σιφνιάζω
Σίφνιος
Σίφνος
σίφων
σιφωνίζω
σιφωνολογία
σιωπάω
σιωπή
σιωπηλός
σιωπηρός
σιώπησις
σιωπητέος
σκάζω
Σκαιά
σκαιοβατέω
Σκαιόλας
σκαιολογέω
σκαιολόγος
σκαιός
View word page
σιωπηλός
silent, still, quiet

ShortDef

silent, still, quiet

Debugging

Headword:
σιωπηλός
Headword (normalized):
σιωπηλός
Headword (normalized/stripped):
σιωπηλος
IDX:
79941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79942
Key:

Data

{'content': 'silent, still, quiet'}